αντεπαναστάτης

αντεπαναστάτης
ο θηλ. -άτρια αυτός που κάνει αντεπανάσταση: Πολλοί χαρακτηρίστηκαν αντεπαναστάτες μόνο και μόνο για να εξοντωθούν από αδίσταχτους αντιπάλους τους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αντεπαναστάτης — ο (θηλ. τρια) 1. αυτός που συμμετέχει σε αντεπάνασταση 2. αυτός που αντιτίθεται ή αντιδρά σε επαναστατικές ιδέες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι) * + επαναστάτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Σπυρίδωνα Μαλάκη] …   Dictionary of Greek

  • αντεπαναστατικός — ή, ό αυτός που σχετίζεται με αντεπάνασταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντεπαναστάτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στον Επαμεινώνδα Δεληγεώργη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”