- αντεπαναστάτης
- ο θηλ. -άτρια αυτός που κάνει αντεπανάσταση: Πολλοί χαρακτηρίστηκαν αντεπαναστάτες μόνο και μόνο για να εξοντωθούν από αδίσταχτους αντιπάλους τους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.